σουγλίζω

σουγλίζω
βλ. σουβλίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουγλίζω — Ν βλ. σουβλίζω …   Dictionary of Greek

  • σουβλίζω — ΝΜ, και σουγλίζω Ν [σούβλα / σούγλα] 1. περνώ στη σούβλα, οβελίζω 2. τρυπώ με σούβλα νεοελλ. 1. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπίζω, παλουκώνω («οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο») 2. φρ. «μέ σουβλίζει ένας πόνος» αισθάνομαι οξύ και… …   Dictionary of Greek

  • σούβλισμα — και σούγλιασμα, το, Ν [σουβλίζω / σουγλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα τού αρνιού») 2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα …   Dictionary of Greek

  • σουβλίζω — και σουβλάω( ώ) και σουγλώ και σουγλίζω σούβλισα, σουβλίστηκα, σουβλισμένος 1. διατρυπώ με σουβλί. 2. περνάω τη σούβλα μέσα από κάποιο σώμα: Σούβλισε το αρνί. – Οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”